- υψηλόσωμος
- -η, -οαυτός που έχει υψηλό κορμό, υψηλόκορμος, υψηλός: Υψηλόσωμοι άντρες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υψηλόσωμος — και ψηλόσωμος, η, ο, Ν υψηλόκορμος, ψηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < υψηλός + σωμος (< σώμα). Η λ. ὑψηλόσωμος, μαρτυρείται από το 1851 στον Ν. Δραγούμη] … Dictionary of Greek
μακρόσωμος — η, ο αυτός που έχει μακρύ σώμα, υψηλόσωμος, υψηλός … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
υψηλόκορμος — και ψηλόκορμος, η, ο, Ν 1. (για δέντρο) αυτός που έχει ψηλό κορμό 2. (για πρόσ.) ψηλός, υψηλόσωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υψηλός + κορμός] … Dictionary of Greek
ψηλόσωμος — η, ο, Ν βλ. υψηλόσωμος … Dictionary of Greek
μαντράχαλος — ο άνθρωπος υψηλόσωμος και άχαρος, ο κρεμανταλάς: Ο γιος της είναι μαντράχαλος και τεμπέλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψηλός — ή, ό επίρρ. ά 1. υψηλόσωμος. 2. σε ήχους, οξύς. 3. υπέροχος, εξαίρετος, ανώτερος, βασιλικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)